αψυχολόγητος

αψυχολόγητος
-η, -ο
1. αυτός που γίνεται παρά τους νόμους της ψυχολογίας
2. αυτός που γίνεται από άγνοια της ψυχολογίας
3. (για πράξεις) απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ψυχολογώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αψυχολόγητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ενεργεί ή γίνεται αντίθετα από τους νόμους της ψυχολογίας: Αναγνωρίζω πως η ενέργειά μου εκείνη ήταν αψυχολόγητη. 2. αυτός που δεν ξέρει ψυχολογία (σπν.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”